Λέξη: κοινώς

Σχετικές λέξεις: κοινώς

κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, κοινώς επικίνδυνη βλάβη, κοινώσ αποδεκτό, κοινώς λεξικό

Μεταφράσεις: κοινώς

κοινώς στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
commonly, mutually, generally, is commonly, are commonly

κοινώς στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comúnmente, común, habitualmente, normalmente, frecuencia

κοινώς στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewöhnlich, gemeinsam, häufig, allgemein, üblicherweise, häufigsten

κοινώς στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ordinairement, communément, couramment, généralement, souvent, fréquemment

κοινώς στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abitualmente, comunemente, comune, comuni, generalmente, normalmente

κοινώς στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
geralmente, comumente, normalmente, vulgarmente, comum

κοινώς στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gewoonlijk, algemeen, gezamenlijk, vaak, meestal

κοινώς στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обыкновенно, плохо, дешево, обычно, просто, часто, общ, широко

κοινώς στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vanligvis, allment, ofte, vanlig, som vanligvis

κοινώς στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vanligt, vanligen, allmänt, vanligtvis, gemensamt

κοινώς στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ylipäätään, tavallisesti, yleisesti, yhteisesti, yleensä, usein

κοινώς στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
almindeligvis, almindeligt, normalt, ofte, sædvanligvis

κοινώς στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obyčejně, obvykle, běžně, obecně, často

κοινώς στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
średnio, zwykle, potocznie, powszechnie, często, wspólnie

κοινώς στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
általában, általánosan, gyakran, közösen, szokásosan

κοινώς στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çoğunlukla, yaygın, sık, yaygın olarak, genellikle

κοινώς στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
погано, просто, дешево, звичайно, загально, зазвичай, завжди, правило, як правило

κοινώς στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zakonisht, shpesh, shpeshti, së shpeshti, zakonshëm

κοινώς στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обикновено, често, обикновено се, често се

κοινώς στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
звычайна, правіла, як правіла

κοινώς στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tavapäraselt, tavaliselt, sagedamini, ühiselt, sageli, üldiselt

κοινώς στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zajednički, opće, obično, uobičajeno, najčešće, često, se obično

κοινώς στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
almennt, algengt, almennt eru, sem almennt, sem almennt eru

κοινώς στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dažniausiai, paprastai, bendrai, dažnai, visuotinai

κοινώς στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
parasti, bieži, kopīgi, ko parasti, plaši

κοινώς στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
најчесто се, најчесто, вообичаено се, вообичаено, обично

κοινώς στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de obicei, frecvent, obișnuit, mod obișnuit, uzual

κοινώς στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pogosto, običajno, navadno, splošno, skupno

κοινώς στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obvykle, obyčajne, zvyčajne, spravidla
Τυχαίες λέξεις