Λέξη: παίκτης

Σχετικές λέξεις: παίκτης

παίκτης ριάλιτι με aids, παίκτης reality μπλεγμένος στο διπλό φονικό της κρήτης, παίκτησ ριάλιτι gay, παίκτης ντοστογιέφσκι, παίκτης reality με aids, παίκτης reality στο πατρινό καρναβάλι, παίκτης reality αυτοκτόνησε, παίκτης ριάλιτι, παίκτησ reality, παίκτης αεκ ναρκωτικά

Μεταφράσεις: παίκτης

παίκτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
player, players, a player, player is

παίκτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
actor, jugador, reproductor, reproductor de, jugador de, del jugador

παίκτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
musiker, spieler, schauspieler, akteur, musikant, pause, Spieler, Player, Players

παίκτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
joueur, musicien, comédien, acteur, lecteur, player, joueurs

παίκτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giocatore, attore, lettore, Player, il giocatore, giocatore di

παίκτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
artista, comediante, actor, músico, jogador, leitor, leitor de, jogador de, do jogador

παίκτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
komediant, toneelspeler, toonkunstenaar, acteur, musicus, speelman, speler, muzikant, Player, Spelersgroep, spelers

παίκτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
играющий, игрец, актёр, актер, проигрыватель, игрок, музыкант, плеер, игрока, игроком

παίκτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skuespiller, spiller, player, spilleren

παίκτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spelare, skådespelare, aktör, spelaren

παίκτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pelaaja, osanottaja, soittaja, näyttelijä, soitin, Pelaajan, soittimen

παίκτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skuespiller, spiller, player, afspiller, spilleren

παίκτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hráč, herec, hudebník, přehrávač, hráče, hráčem, přehrávače

παίκτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zawodnik, aktor, odtwarzacz, gracz, graczem, zawodnikiem

παίκτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
játékos, lejátszó, játékosnak, játékosa

παίκτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çalgıcı, aktör, oyuncu, müzisyen, oyuncusu, çalar, oyuncunun, oynatıcı

παίκτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гравець

παίκτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lojtar, Lojtari, player, lojtar i, Lojtari më

παίκτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
играч, актьор, музикант, плейър, играчите, плеър, играч на

παίκτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гулец, ігрок

παίκτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mängija, mängur, näitleja, Player, mängijaga

παίκτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glumac, igrač, svirač, player, igrača, igrač u, ekipi

παίκτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leikmaður, spilari, meðal, spilara, spilarinn

παίκτης στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ludio

παίκτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
muzikantas, aktorius, muzikas, žaidėjas, grotuvas, player, pasirodė, žaidėjo

παίκτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mūziķis, atskaņotājs, spēlētājs, Player, atskaņotāju, spēlētājam

παίκτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плеер, играч, играчот, играчи, плеерот

παίκτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
instrumentist, actor, jucător, jucătorului, player, jucator, jucător al echipei

παίκτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
igralec, predvajalnik, player, igralec ekipe, igralce

παίκτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hráčka, herec, hráč

Στατιστικά δημοτικότητας: παίκτης

Τυχαίες λέξεις