Ţesătură στα ελληνικά
Μετάφραση: ţesătură, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύλη, πανί, ύφασμα, υφάσματος, υφασμάτων, υφάσματα, ιστού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ţesut στα ελληνικά - ιστός, ιστού, ιστό, ιστών, ιστούς
- ţesător στα ελληνικά - υφαντής, weaver, υφαντή, υφάντρα, υφαντουργική επιχείρηση
- ţigară στα ελληνικά - τσιγάρο, αδελφή, κουτουλώ, τσιγάρων, τσιγάρου, των τσιγάρων, του τσιγάρου
- ţintă στα ελληνικά - στόχος, στοχεύω, κουτουλώ, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων
Τυχαίες λέξεις
Ţesătură στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύλη, πανί, ύφασμα, υφάσματος, υφασμάτων, υφάσματα, ιστού
Μεταφράσεις: ύλη, πανί, ύφασμα, υφάσματος, υφασμάτων, υφάσματα, ιστού