Acces στα ελληνικά

Μετάφραση: acces, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσπέλαση, σπασμός, πρόσβαση, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση
Acces στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accepta στα ελληνικά - παραδέχομαι, δέχομαι, αποδέχομαι, δεχθεί, αποδεχθεί, δεχτεί
  • acceptabil στα ελληνικά - δεκτός, αποδεκτός, αποδεκτό, αποδεκτή, αποδεκτά, αποδεκτές, αποδεκτού
  • accesibil στα ελληνικά - ευπρόσιτος, προσιτός, προσπελάσιμος, προσβάσιμο, προσβάσιμα, προσβάσιμη
  • accident στα ελληνικά - ατύχημα, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων
Τυχαίες λέξεις
Acces στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσπέλαση, σπασμός, πρόσβαση, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση