Bon στα ελληνικά
Μετάφραση: bon, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισιτήριο, κουπόνι, δελτίο, κουπονιού, δελτίου, δωροεπιταγή
![Bon στα ελληνικά Bon στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ro-gr-541.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bomboană στα ελληνικά - καραμέλα, candy, καραμελών, καραμέλας, καραμέλες
- bombă στα ελληνικά - βόμβα, βόμβας, βομβών, βομβιστική, βομβιστικές
- bonetă στα ελληνικά - σκούφος, θήκη, τραγιάσκα, καπάκι, κάλυμμα, πώμα, ΚΓΠ, ...
- bor στα ελληνικά - βόριο, βορίου, του βορίου, το βόριο, σε βόριο
Τυχαίες λέξεις
Bon στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισιτήριο, κουπόνι, δελτίο, κουπονιού, δελτίου, δωροεπιταγή
Μεταφράσεις: εισιτήριο, κουπόνι, δελτίο, κουπονιού, δελτίου, δωροεπιταγή