Bon στα ελληνικά

Μετάφραση: bon, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισιτήριο, κουπόνι, δελτίο, κουπονιού, δελτίου, δωροεπιταγή
Bon στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bomboană στα ελληνικά - καραμέλα, candy, καραμελών, καραμέλας, καραμέλες
  • bombă στα ελληνικά - βόμβα, βόμβας, βομβών, βομβιστική, βομβιστικές
  • bonetă στα ελληνικά - σκούφος, θήκη, τραγιάσκα, καπάκι, κάλυμμα, πώμα, ΚΓΠ, ...
  • bor στα ελληνικά - βόριο, βορίου, του βορίου, το βόριο, σε βόριο
Τυχαίες λέξεις
Bon στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισιτήριο, κουπόνι, δελτίο, κουπονιού, δελτίου, δωροεπιταγή