Col στα ελληνικά

Μετάφραση: col, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γωνία, στριμώχνω, διάσελο, COL, στήλη, COL της Αρχής
Col στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cofeină στα ελληνικά - καφεΐνη, καφεΐνης, η καφεΐνη, την καφεΐνη, καφείνη
  • cofetărie στα ελληνικά - ζαχαροπλαστική, γλυκίσματα, ζαχαροπλαστείο, ζαχαρωτά, ζαχαροπλαστικής
  • colaj στα ελληνικά - κολάζ, κολλάζ, το κολάζ, του κολάζ, collage
  • colecţie στα ελληνικά - συσσώρευση, συναρμολόγηση, σύναξη, συρροή, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, ...
Τυχαίες λέξεις
Col στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γωνία, στριμώχνω, διάσελο, COL, στήλη, COL της Αρχής