Fertilitate στα ελληνικά
Μετάφραση: fertilitate, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευγονία, γονιμότητα, ευφορία, γονιμότητας, τη γονιμότητα, της γονιμότητας, γονιμότητα του
Μεταφράσεις
- feroce στα ελληνικά - μαινόμενος, βάρβαρος, άγριος, μανιασμένος, οργισμένος, θηριώδης, άγρια, ...
- fertil στα ελληνικά - γόνιμος, εύφορος, εύφορη, γόνιμο, εύφορο
- fertiliza στα ελληνικά - λιπαίνω, γονιμοποιώ, γονιμοποιήσει, γονιμοποιήσουν, γονιμοποιούν, λιπάνει
- fetid στα ελληνικά - ανέντιμος, βρόμικος, απαίσιος, δυσώδης, δύσοσμο, δύσοσμη, δυσώδη
Τυχαίες λέξεις
Fertilitate στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευγονία, γονιμότητα, ευφορία, γονιμότητας, τη γονιμότητα, της γονιμότητας, γονιμότητα του
Μεταφράσεις: ευγονία, γονιμότητα, ευφορία, γονιμότητας, τη γονιμότητα, της γονιμότητας, γονιμότητα του