Fin στα ελληνικά

Μετάφραση: fin, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αίθριος, ψιλή, μαλθακός, ασύλληπτος, εκλεπτυσμένος, λεπτός, πρόστιμο, φευγαλέος, αλεύρι, φίνος, προστίμου, λεπτή, ωραία, λεπτό
Fin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • filtrare στα ελληνικά - διήθηση, διηθήσεως, διήθησης, φιλτραρίσματος, φιλτράρισμα
  • filtru στα ελληνικά - κρησαρίζω, διηθώ, φίλτρο, φίλτρου, του φίλτρου, φίλτρων, ηθμού
  • final στα ελληνικά - τερματισμός, πνιγηρός, τελειώνω, κοντά, φινάλε, τέλος, συμπέρασμα, ...
  • fir στα ελληνικά - μίτος, κλωστή, νήμα, το νήμα, σπείρωμα, νήματος, σπειρώματος
Τυχαίες λέξεις
Fin στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αίθριος, ψιλή, μαλθακός, ασύλληπτος, εκλεπτυσμένος, λεπτός, πρόστιμο, φευγαλέος, αλεύρι, φίνος, προστίμου, λεπτή, ωραία, λεπτό