Λέξη: βελτιώνω

Σχετικές λέξεις: βελτιώνω

βελτιώνω συνώνυμο, βελτιώνω την πόλη μου αιτήματα παράπονα και προτάσεις πολιτών, βελτιώνω αντώνυμο, βελτιώνω την ορθογραφία μου, βελτιώνω αντίθετο, βελτιώνω in english, βελτιώνω τα αγγλικά μου, βελτιώνω τα νέα ελληνικά, βελτιώνω την πόλη μου, βελτιώνω μετάφραση

Συνώνυμα: βελτιώνω

καλυτερεύω, καλλιτερεύω, βελτιώ, βελτιούμαι, βελτιώνομαι

Μεταφράσεις: βελτιώνω

βελτιώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
enhance, refine, ameliorate, meliorate, improve, touch up

βελτιώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acendrar, refinar, perfeccionar, purificar, acrisolar, mejorar, afinar, aumentar, realzar, bonificar, meliorate

βελτιώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
steigern, verfeinern, verbessern, raffinieren, erhöhen, meliorate

βελτιώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
croître, élever, raffiner, perfectionner, raffinons, relever, enchérir, nettoyer, aggraver, agrandir, déféquer, abonnir, purifier, polir, émonder, décrasser, Meliorato, meliorate

βελτιώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
perfezionare, raffinare, accrescere, aumentare, migliorare, meliorate, perfezionarsi

βελτιώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
refinar, realçar, apurar, referência, gravar, melhorar, grave, realce, aperfeiçoar, meliorate

βελτιώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verhogen, vermeerderen, verfijnen, raffineren, veredelen, verbeteren, vergroten, louteren, beter worden, meliorate

βελτιώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
усугублять, улучшить, увеличивать, наддавать, очищать, возносить, поднимать, подносить, рафинировать, повышать, улучшаться, усиливать, ужесточить, изощрить, облагораживать, преподнести, мелиорировать, мелиоративного

βελτιώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
øke, forbedre, forhøye, meliorate

βελτιώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stegra, förbättra, bättra, öka, meliorate, FÖRBÄTTRA

βελτιώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puhdistaa, kohentaa, uudistaa, jalostaa, parantaa, hioa, hienosäätää, raffinoida, meliorate

βελτιώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
meliorate

βελτιώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vystupňovat, zušlechťovat, zlepšit, čistit, rafinovat, povznést, vytříbit, tříbit, očistit, vylepšit, zvětšit, přečistit, zušlechtit, zdokonalit, zjemnit, pozvednout, zvelebit, zlepšit se

βελτιώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wzbogacić, poprawiać, wzmagać, uściślić, uwydatniać, ulepszać, uszlachetniać, polepszać, powiększyć, zwiększać, podwyższyć, uwydatnić, oczyszczać, udoskonalać, podnieść, doskonalić, meliorate

βελτιώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megjavít

βελτιώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düzeltmek, düzelmek, meliorate, iyileşmek

βελτιώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поліпшувати, підсилювати, рефінансування, покращтеся, піднести, поліпшитися, поліпшити, підвищувати, підносити, меліорувати

βελτιώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përmirësoj, bonifikoj

βελτιώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
увеличилата, подобрявам

βελτιώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
меліяраваць, будзе меліяраваць

βελτιώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
parendama, parandama, täiustama, meliorate

βελτιώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pročistiti, očistiti, poboljšati, preraditi, povećati, poboljšati se

βελτιώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meliorate

βελτιώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Meliorēt

βελτιώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
palielināt, uzlabot, paaugstināt, pastiprināt, vairot, meliorēt

βελτιώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
meliorate

βελτιώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îmbunătăţi, ameliora

βελτιώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čistit, Izboljšati

βελτιώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zvelebiť, zveľadiť
Τυχαίες λέξεις