Insuficient στα ελληνικά

Μετάφραση: insuficient, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελλιπής, ανεπαρκής, ανεπαρκή, ανεπαρκείς, ανεπαρκούς, ανεπαρκές
Insuficient στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • instrument στα ελληνικά - όργανο, εργαλείο, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για
  • instrumentist στα ελληνικά - μουσικός, παίκτης, οργανοπαίκτης, εργαλειακή, instrumentalist, οργανοπαίκτη, εργαλειακής
  • insul στα ελληνικά - νησί, νησιού, νήσου, το νησί, νήσο
  • insulă στα ελληνικά - νησί, νησιού, νήσου, το νησί, νήσο
Τυχαίες λέξεις
Insuficient στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελλιπής, ανεπαρκής, ανεπαρκή, ανεπαρκείς, ανεπαρκούς, ανεπαρκές