Muncă στα ελληνικά
Μετάφραση: muncă, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοπιάζω, μόχθος, εργασία, κόπος, εργάζομαι, το έργο, η εργασία, οι εργασίες, τις εργασίες, έργο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mumie στα ελληνικά - μούμια, μαμά, μούμιας, μούμια του, μουμιών
- muncitor στα ελληνικά - εργατικός, σκληρή εργασία, σκληρής εργασίας, εργάζονται σκληρά, από σκληρή εργασία
- muniţie στα ελληνικά - πυρομαχικά, πυρομαχικών, των πυρομαχικών, τα πυρομαχικά, πολεμοφόδια
- munte στα ελληνικά - αυξάνομαι, βουνό, όρος, ανεβαίνω, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ...
Τυχαίες λέξεις
Muncă στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοπιάζω, μόχθος, εργασία, κόπος, εργάζομαι, το έργο, η εργασία, οι εργασίες, τις εργασίες, έργο
Μεταφράσεις: κοπιάζω, μόχθος, εργασία, κόπος, εργάζομαι, το έργο, η εργασία, οι εργασίες, τις εργασίες, έργο