Oţel στα ελληνικά
Μετάφραση: oţel, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χάλυβας, ατσαλένιος, ατσάλι, χάλυβα, σιδήρου και χάλυβα, από χάλυβα
Μεταφράσεις
- oval στα ελληνικά - ωοειδής, οβάλ, ωοειδές, ωοειδή, ωοειδούς
- ovar στα ελληνικά - ωάριο, ωοθήκη, ωοθηκών, ωοθήκης, ωοθήκες, των ωοθηκών
- oţet στα ελληνικά - ξύδι, ξίδι, το ξίδι, ξιδιού, το ξύδι
- pace στα ελληνικά - ησυχασμός, ειρήνη, ειρήνης, την ειρήνη, της ειρήνης, ειρηνευτική
Τυχαίες λέξεις
Oţel στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χάλυβας, ατσαλένιος, ατσάλι, χάλυβα, σιδήρου και χάλυβα, από χάλυβα
Μεταφράσεις: χάλυβας, ατσαλένιος, ατσάλι, χάλυβα, σιδήρου και χάλυβα, από χάλυβα