Ατσαλένιος στα ρουμανικά
Μετάφραση: ατσαλένιος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spadă, oţel, un, o, unui, unei, a
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατσαλένιος
πο ατσαλένιος, ατσαλένιος - τράχωνες, ατσαλένιος αετός, ατσαλένιος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ατσαλένιος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ατροφία στα ρουμανικά - atrofie, atrofia, atrofiei, atrofierea, atrofiere
- ατσάλι στα ρουμανικά - spadă, oţel, oțel, otel, din oțel, de oțel, oțelului
- ατυχής στα ρουμανικά - regretabil, nefericit, nefericită, nefericita, nefericite
- ατυχία στα ρουμανικά - suferinţă, nenorocire, nenorociri, nenorocirea, ghinion, ghinionul
Τυχαίες λέξεις
Ατσαλένιος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: spadă, oţel, un, o, unui, unei, a
Μεταφράσεις: spadă, oţel, un, o, unui, unei, a