Λέξη: λαχανικό
Σχετικές λέξεις: λαχανικό
λαχανικό κράμβη, καλαμπόκι λαχανικό, kale λαχανικό, κολούμπρα λαχανικό, λαχανικό λόλα, κραμπί λαχανικό, γουλί λαχανικό, iceberg λαχανικό, λαχανο μάπα, ρόκα λαχανικό
Συνώνυμα: λαχανικό
φυτό
Μεταφράσεις: λαχανικό
λαχανικό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vegetable, a vegetable, vegetable is
λαχανικό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
legumbre, hortaliza, vegetal, verdura, vegetales, hortalizas
λαχανικό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pflanzlich, gemüse, gemüsepflanze, pflanze, Gemüse, Pflanzen, pflanzlichen, pflanzliche
λαχανικό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plante, potager, herbe, légume, végétal, légumes, végétale, végétales
λαχανικό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ortaggio, pianta, vegetale, verdura, verdure, vegetali
λαχανικό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vitela, legume, hortaliça, vegetal, vegetais, legumes, produtos hortícolas
λαχανικό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plantaardig, groente, groente-, plantaardige, fruit
λαχανικό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зелень, растение, скороспелка, овощи, овощ, овощной, растительное, растительного, овощей, растительный
λαχανικό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grønnsak, vegetabilsk, grønnsaks, vegetabilske, grønnsaker
λαχανικό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vegetabilisk, växt, vegetabiliska, grönsak, vegetabiliskt, grönsaker
λαχανικό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vihannes, kasvi, kasvis, vihannesten, vegetable, kasvi-
λαχανικό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vegetabilsk, grønsager, grøntsag, vegetabilske, grøntsager, grøntsagssektoren
λαχανικό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zeleninový, zelenina, rostlina, rostlinný, zeleniny, rostlinné
λαχανικό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jarzyna, roślina, warzywo, roślinny, warzywny, warzyw
λαχανικό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zöldségféle, zöldség, növényi, zöldségszaporító, a növényi, növényi eredetű
λαχανικό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sebze, bitkisel, bitki
λαχανικό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поворот, овочевий, овочевої, овочевою, овочевій
λαχανικό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bimor, perime, perimesh, vegjetal, perimeve, perime të
λαχανικό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зеленчук, растителен, зеленчуци, растително, растителни
λαχανικό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
агародніннай, агароднінны, гародніны
λαχανικό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koomas, taimne, köögivili, köögivilja-, taimsed, köögiviljade, taimsete
λαχανικό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
biljni, zeleniš, zelenje, povrtni, varivo, povrće, povrća, biljno, biljnog, od povrća
λαχανικό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grænmeti, jurtaríkinu, grænmetis, úr jurtaríkinu, grænmetissafa
λαχανικό στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
olus
λαχανικό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
daržovė, daržovių, augalinis, augaliniai, augalinių, augalinės
λαχανικό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dārzenis, dārzeņu, augu, dārzeņi, augu izcelsmes
λαχανικό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зеленчук, растителни, растително, на зеленчук, зеленчукови
λαχανικό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de legume, legume, vegetal, vegetale, vegetală
λαχανικό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zelenina, zelenjavni, zelenjave, rastlinsko, rastlinska, zelenjavna
λαχανικό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zeleninový
Τυχαίες λέξεις