Particular στα ελληνικά
Μετάφραση: particular, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιωτικός, ιδιαίτερος, φαντάρος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
Μεταφράσεις
- participa στα ελληνικά - συμμετέχω, συμμετέχουν, συμμετάσχουν, συμμετέχει, συμμετάσχει
- participant στα ελληνικά - συμμέτοχος, συμμετέχων, συμμετέχοντα, συμμετέχοντος, συμμετέχοντες
- particulă στα ελληνικά - άτομο, κύτταρο, σωμάτιο, σωματίδιο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, ...
- partid στα ελληνικά - συμβαλλόμενος, παρέα, κόμμα, διάδικος, κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, διαδίκου
Τυχαίες λέξεις
Particular στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιωτικός, ιδιαίτερος, φαντάρος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
Μεταφράσεις: ιδιωτικός, ιδιαίτερος, φαντάρος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών