Roman στα ελληνικά
Μετάφραση: roman, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καινοφανής, μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- rol στα ελληνικά - λειτουργία, μερίδιο, χρήση, χαρακτήρας, δεξίωση, χρησιμοποιώ, λειτουργώ, ...
- rom στα ελληνικά - ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που
- romantic στα ελληνικά - ερωτικός, ρομαντικός, ρομαντικό, ρομαντική, ρομαντικές, ρομαντικά
- romantism στα ελληνικά - ειδύλλιο, ρομάντζο, ρομαντισμό, ρομαντισμού, ρομαντική σχέση
Τυχαίες λέξεις
Roman στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καινοφανής, μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο
Μεταφράσεις: καινοφανής, μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο