Sarcină στα ελληνικά

Μετάφραση: sarcină, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασμοί, δουλειά, υποχρέωση, αγγαρεία, ευθύνη, καθήκον, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Sarcină στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sap στα ελληνικά - σκαλίζω, σκαπάνη, SAP, σφρίγος, το SAP, του SAP, της SAP
  • sapă στα ελληνικά - σκαπάνη, σκαλίζω, τσαπί, σκαλιστήρι, hoe, αξίνα
  • sardea στα ελληνικά - σαρδέλα, σαρδέλλα, σαρδέλας, της σαρδέλας, σαρδέλλας
  • sat στα ελληνικά - οικισμός, χωριό, χωριού, village, του χωριού, το χωριό
Τυχαίες λέξεις
Sarcină στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασμοί, δουλειά, υποχρέωση, αγγαρεία, ευθύνη, καθήκον, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων