Καθήκον στα ρουμανικά

Μετάφραση: καθήκον, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
proiect, sarcină, datorie, sarcina, sarcini, activitate, task
Καθήκον στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθήκον

καθήκον συνώνυμα, καθήκον αληθείας, καθήκον αντωνυμο, καθήκον σημασία, καθήκον ετυμολογία, καθήκον λεξικό γλώσσας ρουμανικά, καθήκον στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • καθάρισμα στα ρουμανικά - curăţire, curățenie, curățare, curatare, de curățare, curățarea
  • καθέλκυση στα ρουμανικά - debut, lansare, de lansare, lansarea, lansării, lansare a
  • καθίζω στα ρουμανικά - loc, sta, stea, stai, stau, așeze
  • καθαγιάζω στα ρουμανικά - sfinți, sfințit, sfinți din, a sfințit, hallow
Τυχαίες λέξεις
Καθήκον στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: proiect, sarcină, datorie, sarcina, sarcini, activitate, task