Sens στα ελληνικά
Μετάφραση: sens, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σημασία, έννοια, εισάγω, αίσθηση, νόημα, αίσθημα, την έννοια
Μεταφράσεις
- senator στα ελληνικά - γερουσιαστής, γερουσιαστή, συγκλητικός, γερουσιαστής που, Ο Γερουσιαστής
- senil στα ελληνικά - γεροντικός, γεροντική, γεροντικής, της γεροντικής, η γεροντική
- sensibil στα ελληνικά - αλγεινός, ωμός, τρυφερός, μαλακός, ευαίσθητος, ευαίσθητα, ευαίσθητες, ...
- sensibilitate στα ελληνικά - ευαισθησία, ευαισθησίας, την ευαισθησία, της ευαισθησίας, η ευαισθησία
Τυχαίες λέξεις
Sens στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σημασία, έννοια, εισάγω, αίσθηση, νόημα, αίσθημα, την έννοια
Μεταφράσεις: σημασία, έννοια, εισάγω, αίσθηση, νόημα, αίσθημα, την έννοια