Λέξη: θαυμασμός
Σχετικές λέξεις: θαυμασμός
θαυμασμός αποφθέγματα, θαυμασμός συνώνυμο, ονειροκρίτης θαυμασμός, θαυμασμός συνώνυμα, θαυμασμός γνωμικά, θαυμασμός αγγλικα
Συνώνυμα: θαυμασμός
θαύμα, έκπληξη
Μεταφράσεις: θαυμασμός
θαυμασμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
admiration, wonder, wonderment, admired, admiration for
θαυμασμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
admiración, milagro, admirarse, asombrarse, maravilla, asombro, la admiración, de admiración, admiracion
θαυμασμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wunder, bewunderung, staunen, verwunderung, Bewunderung, Verehrung, die Bewunderung, bewundert
θαυμασμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
admirer, miraculeux, émerveillement, étonner, étonnement, prodige, miracle, merveille, admiration, ébahissement, l'admiration, d'admiration, une admiration
θαυμασμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
miracolo, prodigio, ammirazione, meraviglia, meravigliarsi, stupore, portento, l'ammirazione, di ammirazione
θαυμασμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maravilha, admiração, a admiração, admiration, de admiração
θαυμασμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bewondering, verbazing, de bewondering, verwondering
θαυμασμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
захваты, недоумевать, захват, восхищение, интересоваться, дивиться, восторг, изумляться, удивляться, увлечение, преклонение, восхищения, восхищением
θαυμασμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beundring, vidunder, forundring, under, beundret, beundringen
θαυμασμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
under, beundran, underverk, beundrar
θαυμασμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ihailu, ihmettely, kummeksia, arvostus, ihmetys, kummastus, ihme, ihailua, ihailun, ihaillen, ihailunsa
θαυμασμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vidunder, beundring, beundrer, beundrende
θαυμασμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obdiv, údiv, obdivovat, úžas, zázrak, žasnout, div, obdivem, obdivu
θαυμασμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podziw, zachwyt, dziwić, zastanowić, zastanawiać, admiracja, podziwu, podziwa, podziwem
θαυμασμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csodálkozás, csoda, csodálat, csodálattal, csodálatát, csodálatot, csodálatra
θαυμασμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tansık, harika, şaşkınlık, mucize, hayret, hayranlık, hayranlığı, hayranlıkla, takdir, bir hayranlık
θαυμασμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переможений, замилування, вона, захоплення, захват
θαυμασμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
admirim, admirimi, admirimin, admirim i, admirimi i
θαυμασμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възхищение, възхищението, преклонение, адмирации, възхищението си
θαυμασμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
захапленне, захапленьне
θαυμασμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
imestama, imetlus, ime, imetlust, imetluse, imetlusega
θαυμασμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razmišljati, čudo, obožavanje, divljenje, divljenja, divljenjem, divljenje koje
θαυμασμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tákn, furða, aðdáun, aðdáunin, svo aðdáun, hylli, aðdáunin á
θαυμασμός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
admiratio
θαυμασμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stebuklas, susižavėjimas, susižavėjimą, žavėjimasis, susižavėjimo, admiration
θαυμασμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
brīnums, apbrīna, izbrīns, sajūsma, apbrīnu, apbrīns, apbrīnas
θαυμασμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
восхит, восхитување, воодушевување, восхитувањето, восхитот
θαυμασμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mirare, minune, admirație, admirația, admiratie, admiratia, admirației
θαυμασμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
div, občudovanje, občudovanju, občudovanja, občuduje, admiration
θαυμασμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
údiv, div, obdiv
Τυχαίες λέξεις