Λέξη: πρόσληψη
Σχετικές λέξεις: πρόσληψη
πρόσληψη μελών δεπ 2013, πρόσληψη 1.122 ατόμων στο υπ. πολιτισμού, πρόσληψη συνώνυμα, πρόσληψη 14 ατόμων στο εθνικό μουσείο σύγχρονης τέχνης, πρόσληψη τακτικού προσωπικού στην η.δι.κ.α. α.ε, πρόσληψη προσωπικού, πρόσληψη δικαστικών υπαλλήλων, πρόσληψη 60 ατόμων στο βυζαντινό και χριστιανικό μουσείο, πρόσληψη τελωνειακών, πρόσληψη 222 ατόμων στην α ́ εφορεία προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων
Συνώνυμα: πρόσληψη
εργασία
Μεταφράσεις: πρόσληψη
πρόσληψη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
recruitment, employment, intake, uptake, recruitment of
πρόσληψη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alistamiento, empleo, el empleo, de empleo, trabajo, del empleo
πρόσληψη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verstärkung, einstellung, werbung, personalbeschaffung, rekrutierung, Beschäftigung, Beschäftigungs, die Beschäftigung, der Beschäftigung, Beschäftigungs-
πρόσληψη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
recrutement, conscription, embauchage, enrôlement, engagement, emploi, l'emploi, travail, emplois, un emploi
πρόσληψη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reclutamento, occupazione, lavoro, dell'occupazione, l'occupazione, di lavoro
πρόσληψη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recrutamento, emprego, trabalho, de emprego, o emprego, do emprego
πρόσληψη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanwerving, werk, dienst, werkgelegenheid, de werkgelegenheid, tewerkstelling
πρόσληψη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
набор, поправка, подкрепление, подбор, занятость, занятости, трудоустройство, трудоустройства, работа
πρόσληψη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sysselsetting, ansettelse, sysselsettingen, arbeid, ansettelses
πρόσληψη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rekrytering, anställning, sysselsättning, sysselsättningen, sysselsättnings, anställnings
πρόσληψη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
värväys, rekrytointi, henkilöstön hankinta, värvääminen, sotaväenotto, työllisyys, työllisyyden, työllisyyttä, työllisyyteen, työpaikkojen
πρόσληψη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beskæftigelse, beskæftigelsen, arbejde, ansættelse
πρόσληψη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rekrutování, najímání, nábor, odvod, zaměstnanost, zaměstnání, zaměstnanosti, pracovní, zaměstnávání
πρόσληψη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaciąg, nabór, branka, werbownik, werbunek, pobór, werbowanie, rekrutacja, zatrudnienie, praca, zatrudnienia, pracy, pracę
πρόσληψη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
újoncozás, felépülés, foglalkoztatás, foglalkoztatási, a foglalkoztatás, foglalkoztatottság, foglalkoztatásra
πρόσληψη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iş, istihdam, istihdamı, çalışma, istihdamın
πρόσληψη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вербування, зайнятість, занятість, занятость
πρόσληψη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
punësimi, punësimit, punësim, punësimin, e punësimit
πρόσληψη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
работа, наемане на работа, заетостта, заетост, на заетостта
πρόσληψη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
занятасць, занятасьць
πρόσληψη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
värbamine, tööhõive, tööhõivet, tööhõivele, töö, töökohtade
πρόσληψη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
regrutiranje, jačanje, popunjavanje, okrepljenje, zapošljavanje, zaposlenje, zaposlenost, zapošljavanja, zaposlenosti
πρόσληψη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
atvinna, atvinnu, Employment, starfið, starf
πρόσληψη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užimtumas, užimtumo, darbo, užimtumą, užimtumui
πρόσληψη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nodarbinātība, nodarbinātības, nodarbinātību, darba, nodarbinātībai
πρόσληψη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вработување, вработувањето, за вработување, вработеноста, вработеност
πρόσληψη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ocuparea forței de muncă, ocupării forței de muncă, muncă, de muncă, angajare
πρόσληψη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nábor, zaposlovanje, zaposlitve, zaposlitev, zaposlovanja, zaposlenost
πρόσληψη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nábor, zamestnanosť, zamestnanosti, pracovné
Στατιστικά δημοτικότητας: πρόσληψη
Τυχαίες λέξεις