Λέξη: θαυμαστός

Σχετικές λέξεις: θαυμαστός

θαυμαστός καινούργιος κόσμος άλντους χάξλεϋ, θαυμαστός καινούργιος κόσμος - του αλντους χάξλεϊ, θαυμαστός κόσμος της χημείας, θαυμαστός καινούργιος κόσμος χαξλευ, θαυμαστός ο θεός εν τοις αγίοις αυτού, θαυμαστός καινούργιος κόσμος, θαυμαστός συνώνυμα, θαυμαστός καινούργιος κόσμος κριτική, θαυμαστός καινούργιος κόσμος» αλντους χάξλεϊ, θαυμαστός καινούργιος κόσμος pdf

Συνώνυμα: θαυμαστός

εκπληκτικός, θαυμάσιος, υπέροχος, αξιοθαύμαστος, θαυματουργός, δαιμόνιος, θαυματουργικός

Μεταφράσεις: θαυμαστός

θαυμαστός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wondrous, wonderful, admirable, miraculous, wonderful in

θαυμαστός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
maravilloso, maravillosa, admirable, maravillosos, asombroso

θαυμαστός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wundersam, wunderbar, wunderlich, wundersame, wunderbare

θαυμαστός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
merveilleux, phénoménal, épatant, prodigieux, admirable, merveilleuse, merveilleuses

θαυμαστός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
meraviglioso, meravigliosa, mirabile, prodigioso, meravigliosi

θαυμαστός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maravilhoso, assombroso, prodigioso, maravilhosa, maravilhosas

θαυμαστός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwonderlijk, wonderbaarlijke, wonderlijke, wondere, wonderbaarlijk

θαυμαστός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изумительный, странный, удивительный, чудесный, чудесное, чудесная, удивительная

θαυμαστός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
wondrous, forunderlig, vidunder, vidunderlige, vidunderlig

θαυμαστός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beundransvärd, wondrous, underbara, underbar, förunderliga, förunderlig

θαυμαστός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ihmeellisesti, ihmeellinen, ihmeellisiä, ihmeellistä, ihmeellisen, ihmeellisessä

θαυμαστός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vidunderlige, forunderlige, vidunderlig, forunderlig, wondrous

θαυμαστός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úžasný, báječný, podivuhodná, podivuhodný, úžasné

θαυμαστός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cudowny, niezwykły, zdumiewający, cudowne, cudowną, wondrous

θαυμαστός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nagyon, csodás, csodálatos, a csodálatos, bámulatos, csodálatosan

θαυμαστός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
harika, harikulade, fevkalade, mucizevi, wondrous

θαυμαστός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чудотворець, людина, чудесний, чудовий, чудове, дивний, дивовижний

θαυμαστός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i mahnitshëm, mrekullueshëm, mahnitshëm, mrekullueshme, mahnitshme

θαυμαστός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
удивително, чудно, чудна, чуден, страховит изстрел

θαυμαστός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цудоўны, чудесный, цудоўнае, цудоўная, дзівосны

θαυμαστός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
imetabane, imeline, imelise, wondrous, Ihmeellinen, imepärane

θαυμαστός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
začudan, prekrasan, čudesan, čudesna, čudesni, čudesno

θαυμαστός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Dásamlegt, Saga Suðursveitar, furðu, furðulega

θαυμαστός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuostabų, Zdumiewający, Magisko, Stebuklinga

θαυμαστός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
brīnumains, brīnumainā, brīnumainais, apbrīnojamā, brīnumainības

θαυμαστός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чудесна, чудесни, чудесен, чудесното, чудесната

θαυμαστός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
minunat, minunată, minunate, minunata, wondrous

θαυμαστός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Prekrasen, čudovita, čudovito, čudežno, čudežna

θαυμαστός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úžasný, báječný, skvelý, nádherný, nádherné
Τυχαίες λέξεις