Sexualitate στα ελληνικά
Μετάφραση: sexualitate, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έρωτας, σεξ, γένος, σεξουαλικότητα, φύλο, σεξουαλικότητας, τη σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητά, η σεξουαλικότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sevă στα ελληνικά - χυμός, εξαντλώ, ζουμί, θα, το της θέλησής, IT θα, ΤΠ θα, ...
- sex στα ελληνικά - έρωτας, σεξ, φύλο, φύλου, το φύλο, σεξουαλική
- sezon στα ελληνικά - περίοδος, νοστιμίζω, περίοδο, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
- sfat στα ελληνικά - χειραγωγία, καθοδήγηση, συμβουλεύω, καμαρίλα, συμβουλή, κατεύθυνση, συμβουλές, ...
Τυχαίες λέξεις
Sexualitate στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έρωτας, σεξ, γένος, σεξουαλικότητα, φύλο, σεξουαλικότητας, τη σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητά, η σεξουαλικότητα
Μεταφράσεις: έρωτας, σεξ, γένος, σεξουαλικότητα, φύλο, σεξουαλικότητας, τη σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητά, η σεξουαλικότητα