Λέξη: παραλέω

Μεταφράσεις: παραλέω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exaggerate, paraleo
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encarecer, engrandecer, exagerar, paraleo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übertreiben, paraleo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
attiger, exagèrent, exagérer, amplifier, charger, outrer, paraleo
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esagerare, paraleo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exagerar, agigantar, justamente, descompassar, paraleo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vergroten, overdrijven, chargeren, paraleo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
муссировать, гиперболизировать, преувеличивать, утрировать, преувеличить, paraleo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
paraleo
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
överdriva, paraleo
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paisutella, suurennella, liioitella, ylilyödä, levennellä, paraleo
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overdrive, paraleo
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zveličovat, nadsadit, přehánět, nadsazovat, přehnat, zveličit, paraleo
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przejaskrawiać, przesadzać, wyolbrzymiać, amplifikować, paraleo
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
paraleo
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mübalağa, paraleo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перебільшити, перебільште, перебільшувати, paraleo
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
paraleo
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преувеличилата, paraleo
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
paraleo
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liialdama, paraleo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preuveličati, pretjerivati, paraleo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ýkja, paraleo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paraleo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
paraleo
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
paraleo
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
paraleo
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
paraleo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
paraleo
Τυχαίες λέξεις