Абориген στα ελληνικά
Μετάφραση: абориген, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γηγενής, ιθαγενής, Αβοριγίνων, Αβορίγινας, aborigine, αυτόχθων, Αβοριγινή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абонироваться στα ελληνικά - παίρνω, εγγραφείτε, να εγγραφείτε, συνδρομητής, εγγραφούν, γραφτείτε
- абордаж στα ελληνικά - σανίδωμα, επιβίβαση, επιβίβασης, την επιβίβαση, κράτηση, κράτησης
- аборигенный στα ελληνικά - ντόπιος, ιθαγενής, τοπικός, αυτόχθονες, Αβορίγινες, Αβορίγινων, Αβοριγίνων
- аборт στα ελληνικά - άμβλωση, αποβολή, έκτρωση, την άμβλωση, η άμβλωση
Τυχαίες λέξεις
Абориген στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γηγενής, ιθαγενής, Αβοριγίνων, Αβορίγινας, aborigine, αυτόχθων, Αβοριγινή
Μεταφράσεις: γηγενής, ιθαγενής, Αβοριγίνων, Αβορίγινας, aborigine, αυτόχθων, Αβοριγινή