Аккумулятор στα ελληνικά
Μετάφραση: аккумулятор, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπαταρία, συστοιχία, μπαταρίας, της μπαταρίας, μπαταριών, συσσωρευτή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аккумулирование στα ελληνικά - αποθήκευση, συσσώρευση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
- аккумулировать στα ελληνικά - συσσωρεύω, διατηρώ, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
- аккумуляция στα ελληνικά - συσσώρευση, συρροή, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
- аккуратно στα ελληνικά - έξυπνα, κομψά, έγκαιρα, ακριβέστατα, προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, ...
Τυχαίες λέξεις
Аккумулятор στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπαταρία, συστοιχία, μπαταρίας, της μπαταρίας, μπαταριών, συσσωρευτή
Μεταφράσεις: μπαταρία, συστοιχία, μπαταρίας, της μπαταρίας, μπαταριών, συσσωρευτή