Λέξη: αγγελιοφόρος
Σχετικές λέξεις: αγγελιοφόρος
αγγελιοφόρος αγγελίες εργασίας θεσσαλονίκη, αγγελιοφόρος κυριακής, αγγελιοφόρος ή αγγελιαφόρος, αγγελιοφόρος αγγελίες, αγγελιοφόρος μικρές αγγελίες, αγγελιοφόρος του κινήματος των αμεα, αγγελιοφόρος επικοινωνία, αγγελιοφόρος εφημερίδα, αγγελιοφόρος διεύθυνση, αγγελιοφόρος θέσεις εργασίας, αγγελιοφόρος θεσσαλονίκη
Μεταφράσεις: αγγελιοφόρος
αγγελιοφόρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
courier, messenger, a messenger, the messenger, messenger of
αγγελιοφόρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recadero, correo, mensajero, estafeta, messenger, mensajería, mensajera, de mensajería
αγγελιοφόρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kurier, bote, eilbote, stafette, Bote, Kurier, Messenger, Boten
αγγελιοφόρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
estafette, envoyé, guide, messager, messagère, coursier, courrier, Messenger, messagers, le messager
αγγελιοφόρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corriere, messaggero, fattorino, messenger, del messaggero, messo
αγγελιοφόρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mensageiro, mensagem, messenger, mensageira, o Messenger, do Messenger
αγγελιοφόρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afgezant, gezant, bode, koerier, loper, boodschapper, Messenger
αγγελιοφόρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вестник, рассыльный, связной, эстафета, предвестник, связник, посыльный, посланник, нарочный, фельдъегерь, курьер, глашатай, посланец, гонец, посланником, посыльного
αγγελιοφόρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
budbringer, ilbud, bud, messenger, sendebud
αγγελιοφόρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
budbärare, löpare, messenger, budbäraren, Axel
αγγελιοφόρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuriiri, airut, sanansaattaja, viestinviejä, lähetti, messenger, Messengerin, enkeli
αγγελιοφόρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bud, messenger, budbringer, sendebud, budbringeren
αγγελιοφόρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kurýr, posel, messenger, poslem, posla, poslíček
αγγελιοφόρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kurier, krój, posłaniec, goniec, wysłannik, kształt, messenger, posłańcem, kurierska
αγγελιοφόρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hírnök, hírvivő, Messenger, futár, üzenetküldő
αγγελιοφόρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ulak, haberci, messenger, mesajlaşma, mesajcı, elçi
αγγελιοφόρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нарочний, агент, кур'єр, посланець, посильний, повідомлення, посланник, посол
αγγελιοφόρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lajmëtar, lajmëtari, të dërguarin, i dërguar, dërguarin e
αγγελιοφόρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пратеник, Messenger, вестител, куриер, вестителя
αγγελιοφόρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пасланнік, пасланец, пасланьнік
αγγελιοφόρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõnumitooja, saadik, käskjalg, kuller, Messenger, messengeri aadressi, virgatsaine
αγγελιοφόρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vjesnik, dostavljač, poslanik, glasnik, kurir, Messenger, glasnika, glasnici
αγγελιοφόρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sendiboði, boðberi, sendimaður, Messenger, sendimaðurinn
αγγελιοφόρος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
nuntius
αγγελιοφόρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasiuntinys, Messenger, kurjerių
αγγελιοφόρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kurjers, ziņnesis, vēstnesis, messenger, kurjera
αγγελιοφόρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гласник, Messenger, гласникот, месинџер, та
αγγελιοφόρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mesager, Messenger, mesagerul, sol, curier
αγγελιοφόρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posel, messenger, sel, glasnik, prenašalec, kurirska
αγγελιοφόρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poslíček, posol, anjel, posel
Στατιστικά δημοτικότητας: αγγελιοφόρος
Τυχαίες λέξεις