Аксессуар στα ελληνικά
Μετάφραση: аксессуар, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτήμα, ακίνητο, συνεργός, περιουσία, σπίτι, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акселерация στα ελληνικά - επίσπευση, επιτάχυνση, επιτάχυνσης, την επιτάχυνση, επιταχύνσεως, της επιτάχυνσης
- аксельбант στα ελληνικά - βάτραχος, aiguillette
- аксиома στα ελληνικά - αξίωμα, το αξίωμα, αξιώματος, αξίωμα του, αξιωμάτων
- акт στα ελληνικά - σύνοδος, πράξη, σύγκληση, συνεπάγομαι, πράξης, Act, πράξεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Аксессуар στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτήμα, ακίνητο, συνεργός, περιουσία, σπίτι, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων
Μεταφράσεις: κτήμα, ακίνητο, συνεργός, περιουσία, σπίτι, αξεσουάρ, εξάρτημα, εξαρτήματος, βοηθητικά, εξαρτημάτων