Ассигнование στα ελληνικά
Μετάφραση: ассигнование, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφετερισμός, αποστολή, δουλειά, ανάθεση, καταμερισμός, κατανομή, κλήρος, διανομή, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ассенизация στα ελληνικά - ξέφωτο, εκκαθάριση, διάθεση, διάθεσης, διάθεσή, απόρριψης, απόρριψη
- ассигнация στα ελληνικά - ανάθεση, λογαριασμός, διανομή, νομοσχέδιο, ράμφος, ραντεβού, διορισμός, ...
- ассигновать στα ελληνικά - διορίζω, διανέμω, κατανέμω, αποδίδω, αναθέτω, κατανομή, διαθέσει, ...
- ассимилировать στα ελληνικά - εξομοιώνω, αφομοιώνουν, αφομοιώσει, αφομοιώσουν, αφομοιώνει, αφομοιωθούν
Τυχαίες λέξεις
Ассигнование στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφετερισμός, αποστολή, δουλειά, ανάθεση, καταμερισμός, κατανομή, κλήρος, διανομή, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή
Μεταφράσεις: σφετερισμός, αποστολή, δουλειά, ανάθεση, καταμερισμός, κατανομή, κλήρος, διανομή, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή