Ассистент στα ελληνικά
Μετάφραση: ассистент, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοηθός, βοηθό, βοηθού, βοηθοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ассириянин στα ελληνικά - ασσυριακός, Ασσυρίων, Ασσυριακά, ασσυριακή, ασσυριακής
- ассириянка στα ελληνικά - assiriyanka
- ассистировать στα ελληνικά - βοηθώ, βοηθήσει, βοηθούν, να βοηθήσει, συνδράμει, βοηθήσουν
- ассонанс στα ελληνικά - παρήχηση, συνήχηση, ομοιοφωνία, είναι ομόηχη, ομόηχη
Τυχαίες λέξεις
Ассистент στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοηθός, βοηθό, βοηθού, βοηθοί
Μεταφράσεις: βοηθός, βοηθό, βοηθού, βοηθοί