Бежать στα ελληνικά
Μετάφραση: бежать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρέχω, πόρπη, ράτσα, συνδετήρας, μύγα, ψαλιδίζω, κουρεύω, πετώ, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бедствующий στα ελληνικά - άπορος, μαστίζονται από τη φτώχεια, εξαθλιωμένους, πλήττονται από τη φτώχεια, εξαθλιωμένοι, πληγεί από τη φτώχεια
- беж στα ελληνικά - μπεζ, μπέζ, beige, υπόφαιο
- бежевый στα ελληνικά - μπεζ, μπέζ, beige, υπόφαιο
- беженец στα ελληνικά - φυγάς, πρόσφυγας, φυγόδικος, πρόσφυγα, προσφύγων, του πρόσφυγα, των προσφύγων
Τυχαίες λέξεις
Бежать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρέχω, πόρπη, ράτσα, συνδετήρας, μύγα, ψαλιδίζω, κουρεύω, πετώ, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
Μεταφράσεις: τρέχω, πόρπη, ράτσα, συνδετήρας, μύγα, ψαλιδίζω, κουρεύω, πετώ, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει