Безвинный στα ελληνικά

Μετάφραση: безвинный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αθώος, αθώο, αθώους, αθώοι, χωρίς ενοχή
Безвинный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безветренный στα ελληνικά - νηνεμία, ήρεμος, ήσυχος, απάνεμη, απάνεμο, απάνεμες, χωρίς άνεμο
  • безветрие στα ελληνικά - νηνεμία, ήρεμος, ηρεμία, ήρεμη, ήρεμο, ηρεμίας
  • безвкусие στα ελληνικά - ανούσιο, αηδία, ανοστιά
  • безвкусица στα ελληνικά - raunch
Τυχαίες λέξεις
Безвинный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αθώος, αθώο, αθώους, αθώοι, χωρίς ενοχή