Λέξη: ασφάλεια
Σχετικές λέξεις: ασφάλεια
ασφάλεια πληροφοριακών συστημάτων, ασφάλεια στο διαδίκτυο για παιδιά, ασφάλεια στο διαδίκτυο, ασφάλεια ζωής, ασφάλεια αυτοκινήτου, ασφάλεια υγείας ανέργων, ασφάλεια αστικής ευθύνης, ασφάλεια μηχανής, ασφάλεια μοτοσυκλέτας, ασφάλεια υγείας, anytime, ασφάλεια anytime, anytime ασφάλεια αυτοκινήτου, ασφάλεια αυτοκινητου, ασφαλεια
Συνώνυμα: ασφάλεια
σιγουριά, εγγύηση, εγγυητής, βεβαιότητα, ασφάλιση, μετοχή, χρεόγραφο, διαβεβαίωση
Μεταφράσεις: ασφάλεια
ασφάλεια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
security, safety, insurance, safely, legal
ασφάλεια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
seguridad, seguro, fianza, caución, garantía, la seguridad, de seguridad, seguridad de
ασφάλεια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kondom, kaution, geborgenheit, bürgschaft, sicherheit, wertschrift, pfand, sicherheitsfaktor, versicherung, Sicherheit, Sicherheits, Security, die Sicherheit
ασφάλεια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
protection, sauvegarde, abri, préservation, caution, consistance, solidité, fermeté, sécurité, assurance, condom, cautionnement, garantie, sûreté, gage, certitude, la sécurité, de sécurité
ασφάλεια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sicurezza, di sicurezza, la sicurezza, protezione, della sicurezza
ασφάλεια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
salvaguardar, seguros, insultar, insulto, a, seguro, segurança, de segurança, a segurança, da segurança, garantia
ασφάλεια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
borgstelling, verzekering, pand, veiligheid, kapotje, assurantie, condoom, onderpand, zekerheid, beveiliging, de veiligheid, security
ασφάλεια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
защита, целость, безопасность, страховка, залог, обеспечение, надёжность, уверенность, надежность, поручитель, гарантия, застава, охрана, бритва, сумма, страхование, безопасности
ασφάλεια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trygghet, sikkerhet, kausjon, forsikring, assuranse, sikkerhets, sikkerheten
ασφάλεια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
försäkring, säkerhet, assurans, borgen, säkerhets, säkerheten, trygghet
ασφάλεια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kondomi, turvatoimet, takaus, vakuus, vakuutus, turvallisuus, turvapaikka, turva, pantti, kate, turvallisuuden, turvallisuutta, turvallisuuteen, turvallisuus-
ασφάλεια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sikkerhed, forsikring, sikkerheden, sikring, sikkerhedspolitik
ασφάλεια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ručení, spolehlivost, zástava, bezpečnost, jistota, zabezpečení, pojištění, pevnost, záruka, bezpečí, zajištění, ochrana, bezpečnostní, bezpečnosti
ασφάλεια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gwarancja, ubezpieczalnia, asekuracja, poręka, higiena, ochrona, pieczeń, pewność, osłona, kaucja, ubezpieczenie, bezpieczeństwo, zabezpieczenie, poufność, lektyka, bezpieczeństwa, zabezpieczeń, zabezpieczenia
ασφάλεια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
biztonság, biztonsági, védelmi, biztonságot, a biztonság
ασφάλεια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emniyet, prezervatif, güvenlik, Security, güvenliği, bir güvenlik
ασφάλεια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
захищенні, неприборканий, безпечність, захист, схоронність, охороню, упевненість, безпека, охорона, безпеку, Безпека, безпеки, Безопасность
ασφάλεια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sigurim, sigurime, siguri, sigurisë, të sigurisë, siguria, e sigurisë
ασφάλεια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сигурност, кондом, застраховка, презерватив, безопасност, сигурността, за сигурност, на сигурността, охрана
ασφάλεια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бяспеку, бяспека, бясьпеку, бясьпека, бяспекі
ασφάλεια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ohutus, kindlustus, tagatis, turvalisus, julgeolek, turvalisuse, julgeoleku, julgeolekut
ασφάλεια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osiguravajući, osiguranje, sigurnost, osiguranja, sigurnosti, uvjerenje, garancija, sigurnosnim, pokriće, Security, sigurnosni, sigurnosna
ασφάλεια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ábyrgð, öryggi, Security, og Öryggi, öryggismálum, öryggis
ασφάλεια στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
salus, obses
ασφάλεια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
draudimas, apsauga, saugumas, prezervatyvas, saugumo, apsaugos, saugumą
ασφάλεια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prezervatīvs, drošība, garantija, aizsardzība, apdrošināšana, drošības, drošību, nodrošinājums, nodrošinājumu
ασφάλεια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кондом, безбедноста, безбедност, безбедносни, безбедноста на, безбедносните
ασφάλεια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
asigurare, securitate, de securitate, securitatea, securității, siguranță
ασφάλεια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
varnost, varnosti, varnostna, varščina, varnostni
ασφάλεια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bezpečí, bezpečnosť, poistenie, ochranka, bezpečnostní, zabezpečenia, zabezpečenie, bezpečnosti, zabezpečení
Στατιστικά δημοτικότητας: ασφάλεια
Τυχαίες λέξεις