Безрадостный στα ελληνικά
Μετάφραση: безрадостный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεμοδαρμένος, γυμνός, δυστυχισμένος, κατηφής, άχαρος
Μεταφράσεις
- безработица στα ελληνικά - ανεργία, ανεργίας, της ανεργίας, η ανεργία, την ανεργία
- безработный στα ελληνικά - άνεργος, αργόσχολος, τεμπέλης, αδρανής, ανέργων, άνεργοι, ανέργους, ...
- безраздельно στα ελληνικά - εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
- безраздельность στα ελληνικά - εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
Τυχαίες λέξεις
Безрадостный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεμοδαρμένος, γυμνός, δυστυχισμένος, κατηφής, άχαρος
Μεταφράσεις: ανεμοδαρμένος, γυμνός, δυστυχισμένος, κατηφής, άχαρος