Λέξη: περήφανος

Σχετικές λέξεις: περήφανος

περήφανος απόστολος, περήφανος γαμπρός... ξυλοκόπησε τη νύφη, περήφανος έλληνας, περήφανος αγγλικα, περήφανος στα αγγλικά, περήφανος συνώνυμα, περήφανος ετυμολογία, περήφανος αντίθετο, περήφανος στα αυτιά, περήφανος που είμαι έλληνας

Συνώνυμα: περήφανος

υπερήφανος, φιλότιμος

Μεταφράσεις: περήφανος

περήφανος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
proud, proud of, proud to, very proud, pride

περήφανος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
altanero, soberbio, orgulloso, orgullosos, orgullosa, enorgullece, orgullo

περήφανος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stolz, hochmütig, erhaben, stolz darauf, stolze, stolz auf

περήφανος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
superbe, magnifique, orgueilleux, auguste, hautain, arrogant, rogue, glorieux, fier, élevé, haut, fiers, fière, fierté, fier de

περήφανος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
orgoglioso, fiero, orgogliosi, orgogliosa, fieri

περήφανος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
orgulhoso, elevado, protótipo, eminente, alto, orgulhosos, orgulho, orgulhosa, orgulha

περήφανος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trots, hoog, fier, verheven, prat, trotse, trots op, er trots

περήφανος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
величественный, самолюбивый, великолепный, гордый, самодовольный, возвышенный, высокомерный, ретивый, величавый, надменный, поднявшийся, вздувшийся, горделивый, гордиться, гордится, гордимся, гордостью

περήφανος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kry, stolt, stolte, stolte av, stolte over, stolt over

περήφανος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
högfärdig, stolt, stolta, stolta över, stolt över, stolt klubb

περήφανος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korkea, jalo, ylpeä, leuhka, korskea, nokkava, ylpeitä, ylpeä siitä, ylpeänä, ylpeitä siitä

περήφανος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stolt, stolte, stolte af, stolte over, stolt over

περήφανος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nadutý, honosný, pyšný, povýšený, hrdý, nádherný, hrdí, pyšní, hrdá

περήφανος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pyszny, butny, hardy, dumny, dumni, dumna, dumnym, dumą

περήφανος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
büszke, büszkék, büszkén, büszke arra

περήφανος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gururlu, yüksek, kibirli, gurur, gururunu, gurur duyuyor, gurur duyuyoruz

περήφανος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
опуклий, гордий, горда, горде

περήφανος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lartë, krenar, krenarë, krenare, krenar për, krenarë për

περήφανος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
горд, горди, гордеем, горда, гордея

περήφανος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
высокi, горды, ганарлівы, гордый, ганарысты

περήφανος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uhke, uhked, uhkust

περήφανος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ponosi, ponosni, ponosna, raskošan, dostojanstven, ponosan, ponosom

περήφανος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stoltur, hrey, hróðugur, metnaðarfullur, stolt, stolt af, stoltir, stolt af því

περήφανος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
superbus

περήφανος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išdidus, didžiuotis, didžiuojasi, didžiuojamės, didžiuojuosi

περήφανος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lepns, lepni, lepna, lepoties, lepojas

περήφανος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
горд, горди, горда, гордее, гордееме

περήφανος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înalt, mândru, mândri, mandri, mandru, mândră

περήφανος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ponosen, ponosni, ponosna, ponosom

περήφανος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pyšný, hrdý
Τυχαίες λέξεις