Беременность στα ελληνικά
Μετάφραση: беременность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυοφορία, εγκυμοσύνη, κύηση, εγκυμοσύνης, της εγκυμοσύνης, κύησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беременеть στα ελληνικά - αρμόζω, γίνομαι, μείνετε έγκυος, έγκυος, μείνουν έγκυες, μείνει έγκυος, να μείνουν έγκυες
- беременная στα ελληνικά - έγκυος, έγκυες, εγκύων, εγκύους, εγκύου
- берет στα ελληνικά - θήκη, τραγιάσκα, σκούφος, μπερές, μπερέ, beret, σκούφο
- берется στα ελληνικά - λαμβάνεται, λαμβάνονται, ληφθεί, ληφθούν, που
Τυχαίες λέξεις
Беременность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυοφορία, εγκυμοσύνη, κύηση, εγκυμοσύνης, της εγκυμοσύνης, κύησης
Μεταφράσεις: κυοφορία, εγκυμοσύνη, κύηση, εγκυμοσύνης, της εγκυμοσύνης, κύησης