Λέξη: βιομηχανία

Σχετικές λέξεις: βιομηχανία

βιομηχανία στην ελλάδα, βιομηχανία πλαστικών, βιομηχανία φωσφορικών λιπασμάτων, βιομηχανία pet food, βιομηχανία χαρτιού, βιομηχανία ειδών διατροφής γερμας, βιομηχανία πλαστικών ειδών, βιομηχανία γάλακτος ξάνθης «ροδοπη», βιομηχανία οργανικών χρωμάτων σχηματάρι, βιομηχανία τροφίμων

Συνώνυμα: βιομηχανία

φιλοπονία, κατασκευή, παραγωγή

Μεταφράσεις: βιομηχανία

βιομηχανία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
industry, industrial, the industry, industry is, industries

βιομηχανία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
industria, la industria, industria de, sector, industria del

βιομηχανία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
industrie, fleiß, emsigkeit, gewerbe, Industrie, Branche

βιομηχανία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
application, industrie, l'industrie, secteur, industrie de

βιομηχανία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
industria, settore, dell'industria, l'industria, nell'industria

βιομηχανία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trabalhador, aplicado, indústria, a indústria, setor, indústria de, sector

βιομηχανία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
industrie, vlijt, naarstigheid, ijver, nijverheid, bedrijfstak, de industrie

βιομηχανία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
индустрия, промышленность, трудолюбивый, прилежание, усердие, трудолюбие, промышленности, отрасли, Отрасль

βιομηχανία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
industri, industrien, bransjen

βιομηχανία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
industri, industrin, branschen, Industrins

βιομηχανία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahkeruus, talouselämä, elinkeino, teollisuus, teollisuuden, tuotannonalan, tuotannonala, teollisuudelle

βιομηχανία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
industri, industrien, erhvervsgrenen, erhvervsgrenens

βιομηχανία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
průmysl, průmyslu, odvětví, výrobní odvětví, píle

βιομηχανία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przemysł, pracowitość, skrzętność, przemysłu, branży, przemyśle, branża

βιομηχανία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szorgalom, ipar, iparág, gazdasági ágazat, ágazat, ipari

βιομηχανία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sanayi, endüstri, endüstrisi, sektöründe, sektörü

βιομηχανία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
працьовитий, трудолюбний, промисловість, напоїв

βιομηχανία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
industri, industrisë, industria, industrinë, industria e

βιομηχανία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
промишленост, трудолюбие, индустрия, промишлеността, индустрията, производството

βιομηχανία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прамысловасць, прамысловасці, прамысловасьць

βιομηχανία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
majandusharu, tööstus, usinus, tootmisharu, tööstuse, tööstusharu, tööstusele

βιομηχανία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
marljivost, industrija, industrije, industriji, industriju, industrijski

βιομηχανία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
iðni, iðjusemi, iðnaður, Industry, iðnaði, iðnaðar, Iðnaðurinn

βιομηχανία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
diligentia

βιομηχανία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pramonė, pramonės, pramonei, pramonėje, pramonę

βιομηχανία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
industrija, rūpniecība, ražošanas nozare, nozare, nozares

βιομηχανία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
индустрија, индустријата, индустриски, индустријата за

βιομηχανία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
industrie, industria, industriei, industria de, industrial

βιομηχανία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
industrija, industrijo, industriji, industrije, sektor

βιομηχανία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priemysel, priemyslu, odvetvie

Στατιστικά δημοτικότητας: βιομηχανία

Τυχαίες λέξεις