Беспредметный στα ελληνικά

Μετάφραση: беспредметный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άσκοπος, αμυδρός, ακαθόριστος, ασαφής
Беспредметный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бесправие στα ελληνικά - απουσία, ανομία, ανομίας, την ανομία, παρανομίας, παρανομία
  • беспредельный στα ελληνικά - απεριόριστος, άπειρος, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστες, απεριόριστα
  • беспрекословный στα ελληνικά - απόλυτος, τυφλή, αδιαμφισβήτητη, ανενδοίαστης, αναμφισβήτητο, άκριτη
  • беспрепятственно στα ελληνικά - ελεύθερα, απεριόριστα, ελεύθερη, ελεύθερης, ελευθέρως, δωρεάν
Τυχαίες λέξεις
Беспредметный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άσκοπος, αμυδρός, ακαθόριστος, ασαφής