Бессрочный στα ελληνικά
Μετάφραση: бессрочный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παντοτινός, μόνιμος, ενδελεχής, απεριόριστος, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστες, απεριόριστα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесспорность στα ελληνικά - αδιαφιλονίκητο, αναμφισβήτητο
- бесспорный στα ελληνικά - σίγουρος, βέβαιος, αναμφίβολος, θετικός, αδιαφιλονίκητος, αμφισβητείται, αναμφισβήτητο, ...
- бесстрастие στα ελληνικά - ροχάλα, απάθεια, η απάθεια, απάθειας, απαθείας, νήψης
- бесстрастно στα ελληνικά - ψύχραιμα, ψυχραιμία, αμερόληπτα, χωρίς πάθος
Τυχαίες λέξεις
Бессрочный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παντοτινός, μόνιμος, ενδελεχής, απεριόριστος, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστες, απεριόριστα
Μεταφράσεις: παντοτινός, μόνιμος, ενδελεχής, απεριόριστος, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστες, απεριόριστα