Блеснуть στα ελληνικά
Μετάφραση: блеснуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ματιά, αναλαμπή, φλας, λάμπω, Flash, λάμψης, το Flash, ανάφλεξης
Μεταφράσεις
- блеск στα ελληνικά - λούστρο, πυρακτωμένος, αγριοκοιτάζω, φεγγοβολώ, λάμψη, ματιά, γυαλάδα, ...
- блесна στα ελληνικά - κουτάλι, κουταλιού, το κουτάλι, μετακινήστε με το κουτάλι, ένα κουτάλι
- блестеть στα ελληνικά - λάμπω, λαμποκοπώ, γυαλίζω, αναλαμπή, μαρμαρυγή, αστράφτω, φεγγίζω, ...
- блестка στα ελληνικά - απαστράπτω, paillette, φόρεμα paillette
Τυχαίες λέξεις
Блеснуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ματιά, αναλαμπή, φλας, λάμπω, Flash, λάμψης, το Flash, ανάφλεξης
Μεταφράσεις: ματιά, αναλαμπή, φλας, λάμπω, Flash, λάμψης, το Flash, ανάφλεξης