Λέξη: δεσμοφύλακας

Σχετικές λέξεις: δεσμοφύλακας

δεσμοφύλακας ο πόνος

Συνώνυμα: δεσμοφύλακας

δεσμοφύλαξ

Μεταφράσεις: δεσμοφύλακας

δεσμοφύλακας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
turnkey, jailer, prison guard, gaoler, guard

δεσμοφύλακας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
llavero, carcelero, carcelero de, carcelera, jailer

δεσμοφύλακας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefängniswärter, kerkermeister, schließer, gefangenenwärter, Gefängniswärter, Gefängnisaufseher, Kerkermeister, jailer

δεσμοφύλακας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gardien, geôlier, guichetier, geôlier de

δεσμοφύλακας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
secondino, carceriere, carceriere di, jailer, aguzzino

δεσμοφύλακας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carcereiro, jailer, carcereiro de, carcereira, carcereiros

δεσμοφύλακας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cipier, gevangenbewaarder, gevangenisbewaarder, bewaker, stokbewaarder

δεσμοφύλακας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тюремщик, тюремщиком, надзиратель, тюремщика, Темничный страж

δεσμοφύλακας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fangevokteren, fangevokter, jailer, fengselsvokter, fangevokte

δεσμοφύλακας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jailer, jaileren, fångvaktaren, fångvaktare, fångvakt

δεσμοφύλακας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vanginvartija, Vartija, jailer, vanginvartijan, vanginvartijalle

δεσμοφύλακας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fangevogter, Fangevogteren, fangevogterens, jailer, arrestforvareren

δεσμοφύλακας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dozorce, žalářník, žalářníkem, strážný žaláře, vězeňský dozorce, žalářníkovi

δεσμοφύλακας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klucznik, dozorca, strażnik więzienny, strażnik, strażnik więzienny z, strażnikiem

δεσμοφύλακας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
börtönőr, börtönõr, porkoláb, őr, börtönőrnek

δεσμοφύλακας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gardiyan, Jailer, zindancı, hapsederek onun gardiyanı, Lütfen Gardiyan

δεσμοφύλακας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тюремник, Тюремнику, тюремщик, ключар, тюремника

δεσμοφύλακας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rojtar burgu, rojtari, gardian

δεσμοφύλακας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тъмничар, тъмничаря, надзирател, тъмничарят, на тъмничаря

δεσμοφύλακας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
турэмшчык, турэмны наглядчык

δεσμοφύλακας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vangivalvur, nüüd vangivalvur unest, valvur, Vanginvartija, nüüd vangihoidja

δεσμοφύλακας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tamničar

δεσμοφύλακας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Fangavörðurinn, fangaverÐinum

δεσμοφύλακας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalėjimo sargas, kalėjimo prižiūrėtojas, jailer, Sergėtoja kalėjimo

δεσμοφύλακας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cietuma uzraugs, cietuma sargs

δεσμοφύλακας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чувар, Чуварот на затворот, затворски чувар, Чуварот на затворот во

δεσμοφύλακας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jailer, temnicer, temnicerul, temnicerului, gardianului

δεσμοφύλακας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Tamničar, jailer

δεσμοφύλακας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
žalárnik, žalárnika
Τυχαίες λέξεις