Λέξη: δριμύτατα

Μεταφράσεις: δριμύτατα

δριμύτατα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fulminate, severely, harshly, sharply, Strongly, fiercely

δριμύτατα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fulminar, severamente, gravemente, seriamente, grave, graves

δριμύτατα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stark, streng, hart, schwer, erheblich

δριμύτατα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tonner, fulminer, tonitruer, sévèrement, gravement, fortement, sérieusement, durement

δριμύτατα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gravemente, severamente, fortemente, seriamente, gravi

δριμύτατα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
severamente, gravemente, seriamente, grave, fortemente

δριμύτατα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
streng, ernstig, zwaar, sterk, ernstige

δριμύτατα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сверкать, греметь, взрывать, сильно, серьезно, строго, жестоко, сурово

δριμύτατα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
alvorlig, sterkt, hardt, kraftig, timet

δριμύτατα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
allvarligt, strängt, kraftigt, svårt, hårt

δριμύτατα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kritisoida, arvostella, sättiä, ankarasti, vakavasti, voimakkaasti, pahasti, huomattavasti

δριμύτατα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
alvorligt, stærkt, hårdt, alvorlig, strenge

δριμύτατα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vybuchnout, hřímat, vážně, těžce, přísně, hrozně, silně

δριμύτατα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
grzmieć, surowo, ciężko, ostro, dotkliwie, drastycznie

δριμύτατα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szigorúan, komolyan, súlyosan, súlyos, erősen

δριμύτατα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ağır, ciddi, ciddi bir, şiddetli, ciddi şekilde

δριμύτατα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вибухати, блисніть, блискати, підривати, гриміти, сильно, дуже

δριμύτατα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ashpër, rëndë, të rëndë, seriozisht, rreptësisht

δριμύτατα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тежко, строго, силно, сериозно, жестоко

δριμύτατα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
моцна, вельмі, дужа

δριμύτατα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kärkima, plahvatama, tõsiselt, rangelt, oluliselt, tugevalt, raske

δριμύτατα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
teško, jako, ozbiljno, strogo, oštro

δριμύτατα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
alvarlega, mjög, verulega, ströngum, með alvarlega

δριμύτατα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
labai, smarkiai, griežtai, stipriai, rimtai

δριμύτατα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stingri, nopietni, smagi, stipri, ievērojami

δριμύτατα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сериозно, строго, жестоко, тешко, потешко

δριμύτατα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aspru, grav, sever, puternic, severă

δριμύτατα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
resno, strogo, hudo, močno, zelo

δριμύτατα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vážne, závažne
Τυχαίες λέξεις