Боль στα ελληνικά
Μετάφραση: боль, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαχταρώ, αγωνία, πονώ, χτυπώ, πληγώνω, τραυματίζω, πόνος, αγωνιώ, άγχος, πόνο, πόνου, τον πόνο, άλγος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- болтунья στα ελληνικά - φαφλατάς, πολυλογάς, κουτσομπόλης
- болтушка στα ελληνικά - ακαταστασία, πολύλογος, φλύαρος, Prater, Πράτερ, Το Prater
- больница στα ελληνικά - νοσοκομείο, κλινική, νοσοκομείου, νοσοκομειακή, του νοσοκομείου, νοσοκομειακής
- больно στα ελληνικά - οδυνηρά, πονάει, που πονάει, βλάπτει, πονάτε, πλήττει την
Τυχαίες λέξεις
Боль στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαχταρώ, αγωνία, πονώ, χτυπώ, πληγώνω, τραυματίζω, πόνος, αγωνιώ, άγχος, πόνο, πόνου, τον πόνο, άλγος
Μεταφράσεις: λαχταρώ, αγωνία, πονώ, χτυπώ, πληγώνω, τραυματίζω, πόνος, αγωνιώ, άγχος, πόνο, πόνου, τον πόνο, άλγος