Браковать στα ελληνικά
Μετάφραση: браковать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφάγια, έλλειψη, υστέρημα, ρίξιμο, επιτελείο, καταδικάζω, βολή, απορρίπτω, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бракераж στα ελληνικά - καρέ, απόρριψη, ανακόπτω, σταματώ, επιθεώρηση, αναχαιτίζω, brakerazh
- бракованный στα ελληνικά - ελαττωματικός, ελλειπτικός, ελαττωματικό, ελαττωματικά, ελαττωματικών, ελαττωματική
- браковка στα ελληνικά - βαθμολόγηση, απάρνηση, απόρριψη, απόρριψης, την απόρριψη, απορρίψεως, η απόρριψη
- браковщик στα ελληνικά - ελεγκτής, επιθεωρητής, επόπτης, επιθεωρητή, επιθεώρησης, ελεγκτή
Τυχαίες λέξεις
Браковать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφάγια, έλλειψη, υστέρημα, ρίξιμο, επιτελείο, καταδικάζω, βολή, απορρίπτω, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει
Μεταφράσεις: αποφάγια, έλλειψη, υστέρημα, ρίξιμο, επιτελείο, καταδικάζω, βολή, απορρίπτω, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, να απορρίψει