Λέξη: φυσίγγιο

Σχετικές λέξεις: φυσίγγιο

φυσίγγιο αερίου βουτανίου, φυσίγγιο laser

Συνώνυμα: φυσίγγιο

φυσίγγι, κεφαλή του πικάπ

Μεταφράσεις: φυσίγγιο

φυσίγγιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cartridge, cartridge is, the cartridge, a cartridge

φυσίγγιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cartucho, cartucho de, del cartucho, de cartucho, el cartucho

φυσίγγιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kassette, patrone, steckmodul, kartusche, Patrone, Kartusche, Kassette

φυσίγγιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cassette, encart, cartouche, la cartouche, cartouches, cartouche de

φυσίγγιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cartuccia, cartuccia di, cartucce, cartuccia del, della cartuccia

φυσίγγιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cartucho, cartucho de, do cartucho, cartuchos, de cartucho

φυσίγγιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
patroon, kardoes, cartridge, cassette, inktpatroon, cartridges

φυσίγγιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кассета, патрон, патронташ, заряд, картридж, картриджа, картриджей, картриджей для

φυσίγγιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
patron, kassett, kassetten

φυσίγγιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
patron, patronen, kassetten

φυσίγγιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kasetti, panos, patruuna, patruunan, kasetin, värikasetti

φυσίγγιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
patron, patronen, blækpatron, kassetten, cylinderampul

φυσίγγιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vložka, náboj, patrona, kazeta, kazety, kazetu, cartridge, kartuše

φυσίγγιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nabój, magazynek, ślepak, wkładka, rolka, kaseta, kasety, Wkład, kaseta z

φυσίγγιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
töltény, papíralak, patron, kazetta, patront, kazettát, patronban

φυσίγγιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fişek, kartuş, kartuşu, kartuşunun, kartuşunu, kartuşun

φυσίγγιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
патрон, заряд, патрона, картридж, картрідж

φυσίγγιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fishek, cartridge, toner, gëzhojë, fishek me

φυσίγγιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
патрон, касета, касетата, касети, патрона

φυσίγγιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
картрыдж, картрыджаў

φυσίγγιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kassett, padrun, kolbampull, kasseti, kolbampullis, kolbampulli

φυσίγγιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
metak, patrona, naboj, uložak, kaseta, s tintom, cartridge, spremnika za tintu, spremnik za

φυσίγγιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hylki, skothylki, rörlykja, rörlykju, rörlykjan

φυσίγγιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šovinys, kasetė, kasetės, kasetę, kasečių, užtaise

φυσίγγιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
patrona, kasetne, kasetnes, kārtridžs, kasete

φυσίγγιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кертриџ, кертриџот, касета, патрон, патронот

φυσίγγιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cartuş, cartuș, cartuș de, cartușului, cartușul, cartușului de

φυσίγγιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
náboj, vložek, kartuša, kartuše, kartuš, kartušo

φυσίγγιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kazeta, kazety
Τυχαίες λέξεις