Бросовый στα ελληνικά

Μετάφραση: бросовый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άχρηστος, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
Бросовый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • броситься στα ελληνικά - ορμή, βιασύνη, τρέχω, παύλα, εξόρμηση, ταμπλό, dash
  • броский στα ελληνικά - ηχηρός, αξιοσημείωτος, ορατός, περίβλεπτος, περίοπτος, βροντερός, καταφανής, ...
  • бросок στα ελληνικά - πετώ, ορμή, εκσφενδονίζω, τρέχω, μπήγω, επιτελείο, βολή, ...
  • брошенный στα ελληνικά - εγκαταλειμμένος, ετοιμόρροπος, εγκαταλειφθεί, εγκαταλείφθηκε, εγκατέλειψε, εγκαταλελειμμένα
Τυχαίες λέξεις
Бросовый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άχρηστος, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα