Λέξη: εγκαταλείπω
Σχετικές λέξεις: εγκαταλείπω
εγκαταλείπω αγγλικα, εγκαταλείπω την ποίηση, εγκαταλείπω wikipedia, εγκαταλείπω παθητική μετοχή, εγκαταλείπω στα αγγλικα, εγκαταλείπω τα εγκόσμια, εγκαταλείπω ορισμός, εγκαταλείπω συνώνυμα
Συνώνυμα: εγκαταλείπω
παραιτώ, παρατώ, σταματώ, αφήνω, αναχωρώ, λιποτακτώ, αποχωρώ, παραδίδομαι, αφίνω, παραιτούμαι, παραιρώ, αρνούμαι αξίωμα, παραιτούμαι δικαιωμάτων, παραιτούμαι της εξουσίας, παραιτούμαι τού θρόνου, αποκηρύσσω, αποποιούμαι, αρνούμαι, απαρνούμαι, κάνω αβαρίαν, κάνω αβαρία, εκτινάσσομαι, πετάγομαι
Μεταφράσεις: εγκαταλείπω
εγκαταλείπω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abandon, renounce, desert, quit, give up, maroon
εγκαταλείπω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
renunciar, desamparar, resignar, abandonar, desistir, desertar, dejar, desierto, del desierto, desierto de, el desierto
εγκαταλείπω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zurücklassen, aufgeben, preisgeben, verlassen, zurücktreten, aussetzen, resignieren, Wüste, Wüsten, desert, der Wüste
εγκαταλείπω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abandonnez, abandonnent, abandonner, quitter, déserter, résigner, renier, abdiquer, abandonnons, renoncer, délaisser, renoncez, abandon, laisser, désister, renonçons, désert, désertique, desert, le désert, désert de
εγκαταλείπω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbandonare, rinunciare, rinunziare, lasciare, deserto, del deserto, deserto del, desert, deserto di
εγκαταλείπω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abandonar, renunciar, deixar, renovar, resignar, desamparar, abandono, desabrigar, acura, desabitar, desacompanhar, renove, deserto, do deserto, desert, deserto de, deserto do
εγκαταλείπω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitvallen, afstaan, prijsgeven, afleggen, overlaten, opgeven, woestijn, de woestijn, desert, woestijn van, onbewoond
εγκαταλείπω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отказываться, абандон, импульсивность, отрекаться, несдержанность, оставлять, покидать, отнекиваться, бросить, хватиться, оставить, побросать, самоустраняться, покинуть, остыть, отступаться, пустыня, пустыни, пустыне, пустыню, пустынный
εγκαταλείπω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forlate, ørken, ørkenen, desert, øde
εγκαταλείπω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lämna, överge, öken, öknen, desert, öde
εγκαταλείπω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hylätä, luovuttaa, jättää, alistua, hillittömyys, kieltää, aavikko, autiomaa, desert, autiomaassa, aavikon
εγκαταλείπω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ørken, ørkenen, desert, øde
εγκαταλείπω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zanechat, abdikovat, rezignovat, opouštět, opustit, odstoupit, upustit, pouštní, poušť, pustém, pouště, poušti
εγκαταλείπω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opuścić, opuszczać, wyjść, zrezygnować, zaniechać, żywiołowość, porzucać, zrzekać, wyrzekać, porzucić, pustynia, pustyni, desert, pustynny, pustynnym
εγκαταλείπω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sivatag, sivatagi, sivatagban, sivatagba, sivatagon
εγκαταλείπω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çöl, Desert, ıssız, Çölü, çölde
εγκαταλείπω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лишити, облишити, кинути, покидати, залишити, пустеля, пустиня, цукру
εγκαταλείπω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lë, shkretëtirë, shkretë, i shkretë, shkretëtirë e, vetminë e
εγκαταλείπω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пустиня, пустинен, пустинята, пустинна, пустинния
εγκαταλείπω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пустыня, пустэльня, пустыні
εγκαταλείπω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
loobuma, anduma, kõrb, kõrbes, kõrbe, desert, kõrbesse
εγκαταλείπω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ostavili, otkloniti, odbiti, predati, odreći, prepustiti, poreći, pustinja, pustinje, pustinjski, desert, pustinjska
εγκαταλείπω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
yfirgefa, eyðimörk, Desert, eyðimörkinni, auðnin, heiði
εγκαταλείπω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
derelinquo
εγκαταλείπω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apleisti, dykuma, dykumos, Desert, dykumoje, desertas
εγκαταλείπω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tuksnesis, tuksneša, desert, tuksnesi, dezertēt
εγκαταλείπω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пустината, пустински, пустина, пустинска, пуст
εγκαταλείπω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deșert, desert, pustiu, pustie, deșertului
εγκαταλείπω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
opustit, desert, puščava, puščavi, puščavski, puščavska
εγκαταλείπω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opustiť, púštne, púštnej, púštna, púštny, desert
Τυχαίες λέξεις