Бурчать στα ελληνικά

Μετάφραση: бурчать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουρμουρίζω, μουρμούρισμα, ψιθυρίζω, Mutter, μουρμουρίζουν
Бурчать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бурундук στα ελληνικά - είδος σκίουρου, chipmunk, σκίουρου
  • бурчание στα ελληνικά - αποπαίρνω, γκρίνια, γκρίνιας, ενοχλήματα, νοοτροπίες μεμψιμοιρίας, γκρινιάζοντας
  • бурый στα ελληνικά - καστανός, μακάβριος, καφέ, καστανό, καφετιά, καφετί, καστανά
  • бурьян στα ελληνικά - ρουμάνι, τρίβω, θάμνοι, χαμόδεντρα, άγρια χόρτα, άγριο χόρτο, χορτάρια, ...
Τυχαίες λέξεις
Бурчать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, μουρμούρισμα, ψιθυρίζω, Mutter, μουρμουρίζουν