Λέξη: βουλιάζω

Σχετικές λέξεις: βουλιάζω

ονειροκρίτης βουλιάζω, βουλιάζω συνώνυμο, βουλιάζω στίχοι, βουλιάζω μέσα μου πολλά καράβια, βουλιάζω μέσα μου

Συνώνυμα: βουλιάζω

καταποντίζω, βυθίζω, βυθίζομαι, καταπίπτω

Μεταφράσεις: βουλιάζω

βουλιάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sag, sink, go down, go under

βουλιάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fregadero, lavabo, sumidero, disipador, disipador de

βουλιάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
senkung, Waschbecken, Spüle, Spülbecken, Enke, Senke

βουλιάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
s'affaisser, plier, fléchir, déchoir, courber, baisser, baisse, tomber, affaler, retomber, chuter, ployer, évier, lavabo, dissipateur, puits, l'évier

βουλιάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lavello, lavandino, lavabo, dissipatore, dispersore

βουλιάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
curva, pia, dissipador, dissipador de, lavatório, sink

βουλιάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gootsteen, wastafel, zinken, spoelbak, wasbak

βουλιάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отвиснуть, перекос, обвиснуть, провес, обвисать, ослабевать, понижаться, прогибаться, осесть, провисание, искривление, провисать, зады, оседание, прогиб, отвисать, раковина, мойка, раковины, умывальник, раковиной

βουλιάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vask, vasken, synke, sink, oppvaskkum

βουλιάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tvättställ, handfat, sink, diskbänk, diskbänken

βουλιάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laskeutua, notko, pesuallas, lavuaari, sink, altaan, uppoaa

βουλιάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vask, håndvask, sink, vasken, sinken

βουλιάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spadnout, klesnout, ustoupit, klesat, prohýbat, upadnout, prohnout, dřez, umyvadlo, umyvadlo na, dřezu, výlevka

βουλιάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opadać, przekrzywiać, obwisanie, upadać, saga, zwis, zwisać, zniżkować, uginać, obwisać, umywalka, zlew, tonąć, sink, zlewozmywak

βουλιάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lelógás, besüppedés, mosogató, mosdó, mosdóval, mosdókagyló, mosogatóba

βουλιάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
lavabo, emici, evye, sink, alıcı

βουλιάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
осідання, прогинатися, прогнутися, осідати, раковина, мушля, умивальник

βουλιάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lavaman, lavamanit, lavamani, lavaman për, lavaman të

βουλιάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мивка, мивката, поглътител, поглътител на, умивалник

βουλιάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ракавіна

βουλιάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõtvuma, langemine, volt, valamu, kraanikauss, kraanikaussi, kraanikausi, sink

βουλιάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ustupiti, popustiti, umivaonik, sudopera, sudoper, sudoperom, rashladnog tijela

βουλιάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vaskur, sökkva, vaskinum, vaskinn

βουλιάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kriauklė, kriaukle, grimzdimo, kriauklės, sink

βουλιάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izlietne, izlietnes, grimšanas, izlietni, sink

βουλιάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мијалник, потоне, мијалникот, тонат, лавабото

βουλιάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chiuvetă, chiuveta, chiuveta de, radiator, chiuvetei

βουλιάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
umivalnik, korito, pomivalno korito, sink, ponor

βουλιάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
drez, dřez, dres
Τυχαίες λέξεις