Бывать στα ελληνικά
Μετάφραση: бывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συχνάζω, διαδραματίζω, διανύω, συμβαίνω, συχνός, είμαι, βρίσκομαι, έρχομαι, επίσκεψη, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- буёк στα ελληνικά - buёk
- бывалый στα ελληνικά - γέρικος, παλαιός, πρώην, γέρος, έμπειρος, βιώσει, έμπειρους, ...
- бык στα ελληνικά - αποβάθρα, ταύρος, βούλα, μόλος, κάρτα στον, την κάρτα στον, ταύρο, ...
- былинка στα ελληνικά - λεπίδα, λεπίδας, λεπίδων, πτερυγίου, blade
Τυχαίες λέξεις
Бывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συχνάζω, διαδραματίζω, διανύω, συμβαίνω, συχνός, είμαι, βρίσκομαι, έρχομαι, επίσκεψη, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
Μεταφράσεις: συχνάζω, διαδραματίζω, διανύω, συμβαίνω, συχνός, είμαι, βρίσκομαι, έρχομαι, επίσκεψη, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη